30 Δεκεμβρίου , 2017

Μετέβη στην Θράκη για το Δίκτυο Γκιουλέν – Του πρέσβη επί τιμή κ. Αλέξη Αλεξανδρή

ΕΣΤΙΑ

Ημερησία εφημερίς

16 –  17 Δεκεμβρίου 2017

ΕΔΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ

 

Η πρώτη επίσκεψη τούρκου προέδρου στην Ελλάδα,  ύστερα  από εκείνη του Τζελάλ  Μπαγιάρ πριν 65 χρόνια,  εξέθεσε σε κοινή θέα τις λεπτές κλωστές που συνδέουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.  Με δεδομένο ότι οφείλεις να γνωρίζεις και οπωσδήποτε να συνομιλείς με τον «αντίπαλο» σου, μια ψύχραιμη ανάλυση των διαμειφθέντων κατά το διήμερο της 7-8 Δεκεμβρίου, οδηγεί αυτούς που παρακολουθούν τα ελληνοτουρκικά θέματα εκ τους σύνεγγυς στην παρατήρηση ότι κατά την επίσκεψη Ερντογάν δεν ειπώθηκε τίποτε που δεν ήταν γνωστό.  Ακόμη και το ερντογανικό πυροτέχνημα της επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης δεν είναι κάτι καινούργιο. Ωστόσο, είναι σαφές ότι υπεραμυνόμενος δημοσίως στην Αθήνα τις τουρκικές θέσεις, που παραδοσιακά βάσει του διπλωματικού πρωτοκόλλου συζητούνται κεκλεισμένων των θυρών, ο Ερντογάν είχε το νου στο τουρκικό ακροατήριο και δη στους σκληρούς συντηρητικούς ψηφοφόρους του ΑΚΡ καθώς και αυτούς του πολιτικού συμμάχου, του ακραίου εθνικιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ).

Το ερώτημα είναι αν πράγματι κύριο μέλημα του τούρκου ηγέτη στην επιδίωξη του ταξιδιού του στην Ελλάδα, στην συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία,  ήταν η  ουσιαστική πρόοδος στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Θεωρώ ότι η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα είναι σύνθετη. Ο Ερντογάν συχνά διαβεβαιώνει ότι τάσσεται υπέρ της ομαλότητας και της καλής γειτονίας μεταξύ της Ελλάδας και Τουρκίας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ενώ η διάσταση απόψεων στο Αιγαίο, το Κυπριακό και το μειονοτικό συνεχίζεινα δημιουργεί εξάρσεις και εντάσεις, την τελευταία δεκαπενταετία αποφεύγονται οι μεγάλες κρίσεις που αντιμετώπιζε η χώρα μας κατά τη διάρκεια των κεμαλικών κυβερνήσεων. Ο Ερντογάν είναι επίσης υπέρ της επανεκκίνησης των διερευνητικών επαφών και του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μολονότι ο τούρκος ηγέτης αντιλαμβάνεται την ανάγκη διατήρησης ενός ελληνοτουρκικού modus vivendi, οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί στην Τουρκία δεν του επιτρέπουν να προχωρήσει (ή ακόμη να φαίνεται ότι προχωρεί) σε μια ουσιαστική συμβιβαστική διευθέτηση των θεμάτων του Αιγαίου ή ακόμη του Κυπριακού. Η κεμαλική αντιπολίτευση τον καταγγέλλει ήδη ότι δεν αναδεικνύει αρκετά σθεναρά το θέμα περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και της «ελληνικής κατάληψης τουρκικών νησιών και βραχονησίδων»(!), ενώ ο πολιτικός σύμμαχος  του,  Νεβλέτ Μπαχτσελί και το ΜΗΡ απαιτούν από την κυβέρνηση την υιοθέτηση μια σκληρής στάσης έναντι της Ελλάδας.

Αλλά και διάφορα επιχειρήματα που παρουσιάζονται ως κίνητρα για την επιδίωξη εκ μέρους του Ερντογάν μιας συμφέρουσας και στις δύο πλευρές διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη την τουρκική πραγματικότητα και την πάγια –εφόσον, δεν έχουμε κανένα στοιχείο προς υποστήριξη του αντιθέτου- αντίληψη της τουρκικής πολιτικής ελίτ (ερντογανικής και κεμαλικής) για τη χώρα μας, ως μιας χώρας με πολύ περιορισμένη επιρροή στα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών.  Εξάλλου, με εξαίρεση τα πρώτα λίγα χρόνια της εξουσίας του, ο Ερντογάν μέχρι στιγμής δεν έχει αφήσει πολλά περιθώρια αμφιβολίας για το ότι θεωρεί πως η χώρα του είναι μια σημαντική περιφερειακή δύναμη η οποία είναι ικανή να επιδιώξει εξ ιδίων μια διαδικασία τουρκοευρωπαϊκού διαλόγου όταν εκείνος επιλέξει το σωστό timing για τα τουρκικά συμφέροντα.  Είναι σαφές ωστόσο ότι μια τέτοια προοπτική δεν είναι στα άμεσα σχέδια του τούρκου ηγέτη, ο οποίος την περίοδο αυτή έχει επιλέξει να ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική υψηλού ρίσκου. Μια πολιτική ανταγωνιστική προς την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες προσεγγίζοντας την Ρωσία του Πούτιν, ενώ επιζητεί την καθιέρωσή του ως ηγέτη του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου. Το προσφυγικό από την άλλη πλευρά, συνιστά για τον Ερντογάν μια εκκρεμότητα την οποία διαπραγματεύεται απευθείας με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο και δεν έχει καμιά διάθεση να «σπαταλήσει τα ατού του» προβαίνοντας σε κάποια επί μέρους συνδιαλλαγή σε τοπικό επίπεδο. Όσον αφορά τους τούρκους αξιωματικούς που έχουν αιτηθεί άσυλο εδώ και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι τόσο το  ελληνικό  όσο και το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν επιτρέπουν την παράδοσή τους στην Τουρκία.

Με γνώμονα τα ανωτέρω, ποιος λοιπόν ήταν ο πραγματικός λόγος που επίμονα ο τούρκος ηγέτης πίεσε για την πραγματοποίηση του ταξιδιού του στην Ελλάδα σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία;  Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι για τον Ερντογάν πρωταρχικό μέλημα της επίσκεψης του ήταν η Θράκη και η επαφή του με την μουσουλμανική μειονότητα.  Άλλωστε η Θράκη ήταν και ο κύριος λόγος των πρόσφατων επισκέψεων του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ και του αντιπροέδρου Χακάν Τσαβούσογλου. Στη φάση αυτή προτεραιότητα για τον Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει η Θράκη,  καθώς μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, η Άγκυρα προσπαθεί να εξουδετερώσει κάθε επιρροή του κινήματος του  Φετουλλάχ Γκιουλέν, το οποίο είχε παρεισφρήσει δυναμικά στην περιοχή  μετά την επικράτηση του Ερντογάν στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002. Το φαινομενικά ήπιο και μετριοπαθές φιλοϊσλαμικό προφίλ του γκιουλενικού κινήματος  κατάφερε να επηρεάσει μεγάλο μέρος του συντηρητικού θρησκευόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης που παραδοσιακά  αντιδρούσε στην κοσμική ιδεολογία των κεμαλιστών.  Άλλωστε, με βάση την κατανομή αρμοδιοτήτων των πρώτων ετών της διακυβέρνησης ΑΚΡ η γκιουλενική συνιστώσα είχε αναλάβει την προώθηση των θρησκευτικών και εθνικών αρχών της νέας ισλαμοκεντρικής Τουρκίας στο χώρο των «απόδημων Τούρκων και συγγενικών μουσουλμανικών  λαών».  Το φιλογκιουλενικό κλίμα επικράτησε για μια σχεδόν δεκαετία στο Γενικό Προξενείο της Κομοτηνής μέσω του οποίου επέτυχε, ιδίως με γενναιόδωρες παροχές,  να ελέγχει τις ψευδομουφτείες, τα περισσότερα τζαμιά και  μεγάλο μέρος του τουρκόγλωσσου τύπου της Θράκης.

Με τις διώξεις κατά των γκιουλενιστών στην Τουρκία μετά τον Ιούλιο  του 2016 άρχισε παράλληλα και η αποδόμηση της επιρροής του κινήματος στη Θράκη που εγκαινιάστηκε  με την ριζική αλλαγή του προσωπικού του τουρκικού Γενικού Προξενείου.  Δεκάδες μουσουλμάνοι της Θράκης εντάχθηκαν σε μαύρη λίστα και τους απαγορεύθηκε η είσοδος στην Τουρκία,  θρησκευτικοί λειτουργοί παύθηκαν από τα τζαμιά τους, επιχειρήθηκε η απόλυση εκπαιδευτικών από μειονοτικά σχολεία, απαγορεύτηκε η πρόσβαση στην Τουρκία της Αζινλίκτσα, της πρώτης σε επισκεψιμότητα μειονοτικής ιστοσελίδας της Θράκης, διακόπηκαν οι κρατικές υποτροφίες σε δεκάδες παιδιά της μειονότητας  που σπούδαζαν στην Τουρκία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, επικρατεί ένα κλίμα ανασφάλειας στις τάξεις της μουσουλμανικής κοινότητας εδώ και ενάμιση χρόνο καθώς ο απλός μουσουλμάνος έλληνας πολίτης ανησυχεί μήπως η νέα ερντογανική δομή που επιχειρεί να επιβάλει ο μηχανισμός της Άγκυρας μέσω του  Γενικού Προξενείου πυρπολήσει το κλίμα της ειρηνικής και αρμονικής συνύπαρξης στη Θράκη. Ο αυταρχισμός του Ερντογάν φοβίζει τους δυτικοθρακιώτες οι οποίοι, στο κλίμα της αβεβαιότητας που επικρατεί, ανησυχούν μήπως χαρακτηριστούν ως γκουλενικοί. Κατά συνέπεια η μεγάλη πλειοψηφία των μουσουλμάνων, με εξαίρεση  τους στρατολογημένους από το Προξενείο τουρκοδίαιτους μειονοτικούς, κρατά μια επιφυλακτική στάση έναντι της πλήρους υποταγής που θέλει ο Ερντογάν να επιβάλει και στη Θράκη.

Υπό το πρίσμα των εξελίξεων αυτών,  ο Ερντογάν θεώρησε επιβεβλημένο να  «επικοινωνήσει» απευθείας με τη θρακική μειονότητα ευελπιστώντας ότι με την επιβλητική παρουσία του θα επηρεάσει  την μουσουλμανική κοινή γνώμη. Στόχος ήταν η διοργάνωση θερμής υποδοχής με συμμετοχή ευρύτατου πλήθους ομοθρήσκων και ομοεθνών του στην Κομοτηνή προκειμένου να δοθεί το μήνυμα ότι η Τουρκία, με εγγυητή τον Ερντογάν,  συνεχίζει και μετά τον Ιούλιο 2016  να παραμένει η προστάτιδα δύναμη στην Θράκη. Μετέβη στο τζαμί του Κιρ Μαχαλέ της Κομοτηνής για να συμπροσευχηθεί και να έλθει σε άμεση επικοινωνία με τους μουσουλμάνους.  Επισκέφθηκε το μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Τζελάλ Μπαγιάρ  και μίλησε στους παράγοντες της μειονότητας σε κεντρικό ξενοδοχείο της Κομοτηνής.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις ερντογανικές προσδοκίες. Αντίθετα με την προηγούμενη επίσκεψη του στη Θράκη το 2004, η ανταπόκριση της μειονότητας ήταν μάλλον υποτονική. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 1000 άτομα κινητοποιήθηκαν, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των καταστημάτων στην οδό Ερμού παρέμειναν κλειστά το απόγευμα της Παρασκευής παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα ανήκουν σε μουσουλμάνους καταστηματάρχες. Οι μειονοτικοί προβληματίστηκαν επίσης από τα μηνύματα που έδωσε ο Ερντογάν ο οποίος αποθανατίστηκε από τους φωτογράφους να χαιρετά τον κόσμο έξω από το Κιρ Μαχαλε τζαμί  με το σύνθημα της ραμπίγια (Rabbi’ah) των Αδελφών Μουσουλμάνων.  Ακόμη και η  ισλαμική προσέγγιση στο ζήτημα της εθνοτικής προέλευσης  της μειονότητας σύμφωνα με την οποία η μουσουλμανική Τουρκία είναι προστάτιδα του συνόλου των ομοθρήσκων της στη Θράκη, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους (τουρκική, πομακική ή ρομά) προκάλεσε ερωτηματικά, ιδίως στους τουρκοδίαιτους κύκλους,  οι οποίοι δεν είχαν ενημερωθεί για την στροφή από την πάγια τουρκική θέση ότι η μειονότητα πρέπει να παρουσιάζεται ως μονολιθικά τουρκική.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κύριος σκοπός της επίσκεψης του Ερντογάν στην Ελλάδα ήταν ανάδειξη του προσωπικού ενδιαφέροντός του για τους ομοθρήσκους του στη Θράκη. Έθεσε στην ελληνική πολιτική ηγεσία αλλά και στην ελληνική κοινή γνώμη τα desiderata του  υπέρ των «δικαιωμάτων της τουρκομουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης» και συνέδεσε με αυτά την επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάννης.  Στην έστω και σύντομη επίσκεψή του στη Θράκη με στοχευόμενα  μηνύματα σε  χαμηλούς τόνους  διαβεβαίωσε τους μουσουλμάνους της Θράκης ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία δεν επηρεάζουν τη σχέση τους με την «Μητέρα Πατρίδα» και ότι συνεχίζουν να χαίρουν γενικά της  προστασίας της μουσουλμανικής Τουρκίας αλλά και ειδικά του προσωπικού του ενδιαφέροντος και μέριμνας.

Σημ. Η φωτογραφία είναι επιλογή του επιμελητή της ιστοσελίδας.

Print Friendly, PDF & Email
Φοιτητική Εστία Πανεπιστημίου Αθηνών, ΦΕΠΑ