10 Σεπτεμβρίου , 2017

ΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ ΤΟΥ 1955 – Του πρέσβη επί τιμή κ. Αλέξη Αλεξανδρή

ΕΣΤΙΑ

Ημερησία εφημερίς

2-3 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΔΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ

Τα έκτροπα εναντίον της ομογένειας και η καταστροφή εκκλησιών, σχολείων, κοιμητηρίων, ευαγών ιδρυμάτων, καταστημάτων και κατοικιών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από ένα καθοδηγούμενο τουρκικό όχλο που αριθμούσε γύρω στα 100.000 άτομα την αποφράδα εκείνη νύκτα της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 έχουν πλέον καταχωρηθεί στην ιστορία ως τα «Σεπτεμβριανά γεγονότα». Το ανθελληνικό πογκρόμ του 1955 που εκδηλώθηκε συντονισμένα και ταυτόχρονα σε 52 διαφορετικά σημεία της πόλης αποτελεί ένα από τα πλέον μελανά σημεία της ιστορίας της Τουρκικής Δημοκρατίας και αντανακλά τη συστηματική παραβίαση των μειονοτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας.

Τα Σεπτεμβριανά οριοθετούν συνάμα την αφετηρία της σταδιακής, εν πολλοίς εξαναγκαστικής, μετανάστευσης της ελληνικής μειονότητας της Τουρκίας, η οποία την εποχή εκείνη αριθμούσε 100.000 άτομα. Ήταν τότε που οι Κωνσταντινουπολίτες διαπίστωσαν, εμπειρικά πλέον, ότι για την Άγκυρα αποτελούσαν απλώς ένα διαπραγματευτικό χαρτί στην διπλωματική αναμέτρηση της με την Αθήνα για το Κυπριακό, το οποίο συνιστούσε το κορυφαίο εθνικό θέμα για την Ελλάδα και μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι Ρωμιοί της Πόλης συνειδητοποίησαν επίσης ότι δεν έχαιραν ούτε καν της στήριξης του διεθνούς παράγοντα καθώς κύριο μέλημα για των Η.Π.Α. και των ευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν συμβαλλόμενα μέλη της Συνθήκης της Λωζάννης και εγγυητές της διασφάλισης των μειονοτικών δικαιωμάτων στην Τουρκία, ήταν η συνοχή της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας έναντι του Σοβιετικού κινδύνου. Κατά συνέπεια επιδείκνυαν μια ορατή αδιαφορία για «δευτερευούσης σημασίας ζητήματα» όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων εκ μέρους της συμμάχου Τουρκίας.  Η αδιαφορία αυτή αντικατοπτρίζεται περίτρανα στις ταυτόσημες επιστολές προς την Αθήνα και την Άγκυρα, του  Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλλας, με τις οποίες καλούσε κυνικά τις δύο πλευρές, δηλαδή τους θύτες και τα θύματα χωρίς καμία διάκριση,  να δώσουν τέλος στις διμερείς διαφορές τους και να συγκεντρώσουν από κοινού τις προσπάθειες τους στην καταπολέμηση της κομμουνιστικής απειλής.

Παρά τις προσπάθειες κουκουλώματος, το μέγεθος της καταστρεπτικής επιδρομής της 6/7 Σεπτεμβρίου ήταν τέτοιων διαστάσεων που δεν μπορούσε να καλυφθεί. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 16 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους εκείνη την τρομακτική νύκτα, ανάμεσα τους και ο άνω των 90 ετών ιερέας της Μονής Βαλουκλή, Χρύσανθος Μαντάς. Τριάντα δύο τραυματίστηκαν σοβαρά (πολλοί εκ των οποίων απεβίωσαν μετά λίγο χρονικό διάστημα λόγω των τραυμάτων αυτών), ενώ διακόσιες ελληνίδες έπεσαν θύματα βιασμών. Λεηλατήθηκαν 1.004 κατοικίες, 4.348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια,110 ξενοδοχεία και εστιατόρια. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με ιδιαίτερη μανία εναντίον των ελληνικών κοινοτικών ιδρυμάτων με αποτέλεσμα να ερειπωθούν 73 ορθόδοξες εκκλησίες με ιστορικά κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, 8 αγιάσματα, 2 μονές, 26 ομογενειακά σχολεία και 5 αθλητικοί και μορφωτικοί σύλλογοι. Ανατριχιαστική, αλλά και αρκετά ενδεικτική του αντιχριστιανικού μένους από το οποίο διακατέχετο ο όχλος την νύκτα εκείνη, υπήρξε η σύληση των τάφων και η εκταφή και τα μαχαιρώματα των ελληνορθοδόξων Ρωμιών. Ανάμεσα στους τάφους που βεβηλώθηκαν ήταν και εκείνοι των πατριαρχών στον περίβολο της Μονής Βαλουκλή.

Οι υλικές ζημιές των καταστροφών υπολογίστηκαν από τις τουρκικές αρχές σε 69.578.744 τουρκικές λίρες της εποχής εκείνης. Ωστόσο, σύμφωνα με επιτόπια έρευνα που διενέργησε αντιπροσωπεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών τον Νοέμβριο του 1955 οι καταστροφές μόνο στους ναούς της Πόλης ξεπερνούσαν τα 150 εκατ. δολάρια. Παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις σχετικά με την «άμεση αποκατάσταση» των ζημιών, μόνο ένα συμβολικό ποσό συνολικής αξίας 3 εκ. τουρκικών λιρών δόθηκε από την τουρκική κυβέρνηση στα ομογενειακά ιδρύματα.

                Οι αφηγήσεις των παθόντων, οι κατά καιρούς αποκαλύψεις ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών αλλά πάνω από όλα η πρόσβαση στα αρχεία τόσο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών όσο του Φόρεϊν Όφις, των National Archives των H.Π.Α. και του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών συνέβαλαν καθοριστικά στη διαλεύκανση και  ανάδειξη σημαντικών πτυχών  της θλιβερής αυτής υπόθεσης.

Ακόμη και στην Τουρκία την τελευταία δεκαπενταετία έχει γίνει σοβαρή και αξιόλογη έρευνα, ιδίως από μερίδα της φιλελεύθερης τουρκικής διανόησης, επί ενός θέματος που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 θεωρείτο εθνικό ζήτημα και υπόθεση ταμπού. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Σαμπαντζί της Κωνσταντινούπολης Ντιλέκ Γκιουβέν, η οποία στο βιβλίο της Εθνικισμός, Κοινωνικές Μεταβολές και Μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6-7 Σεπτεμβρίου 1955  (τίτλος ελληνικής μετάφρασης), που εκδόθηκε το 2005, αμφισβήτησε ευθέως την μέχρι τότε κυρίαρχη στην Τουρκία εθνοκεντρική αντίληψη για τα Σεπτεμβριανά γεγονότα. Το βιβλίο στηρίζεται σε πληθώρα μαρτυριών, αλλά κυρίως στο αρχείο του αντιναύαρχου Φαχρί Τσόκερ, ο οποίος διατέλεσε δικαστής του 2ου Δικαστηρίου της περιοχής του Πέρα αμέσως μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου την 7η Σεπτεμβρίου 1955 και διεξήγαγε τις δίκες στην κατ’ εξοχήν περιοχή όπου εκδηλώθηκε η καταστροφική μανία του όχλου.  Σε χωριστό βιβλίο, ξανά το 2005, η συγγραφέας παρουσιάζει το φωτογραφικό υλικό και τα απόρρητα έγγραφα του αρχείου Τσοκέρ  μέσα από το οποίο επιβεβαιώνεται σαφώς ότι τα Σεπτεμβριανά είχαν διοργανωθεί από την τότε τουρκική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (ΜΑΗ) . Σύμφωνα με την Ντιλέκ Γκιουβέν, κύριος στόχος του στησίματος των Σεπτεμβριανών ήταν η προώθηση της εθνικής ομογενοποίησης της Τουρκίας, καθώς στα όμματα της κεμαλικής ιθύνουσας τάξης οι μη μουσουλμανικές μειονότητες παρέμειναν ξένο σώμα. Προκειμένου να εκδιωχθεί το ανεπιθύμητο αυτό στοιχείο, εξηγεί η συγγραφέας, η κρατική μηχανή χρησιμοποίησε το Κυπριακό ως μοχλό για να διοργανώσει τα αντι-μειονοτικά γεγονότα και να ωθήσει τους μη μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι στο ίδιο συμπέρασμα είχα καταλήξει και εγώ στο σχετικό κεφάλαιο για τα Σεπτεμβριανά του βιβλίου μου για την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (The Greek Minority of Istanbul and the GreekTurkish Relations) που εκδόθηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών το 1983 (επανέκδοση 1992).

Η σημαντικότερη ωστόσο τεκμηρίωση για τα Σεπτεμβριανά γεγονότα αποτελεί το φωτογραφικό υλικό του πατριαρχικού φωτογράφου και  ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Έθνος» Δημήτρη Καλούμενου, ο οποίος αμέσως μετά τα γεγονότα επισκέφθηκε σχεδόν όλες τις ελληνοκατοικούμενες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και αποθανάτισε τις καταστροφές που είχαν υποστεί τα ομογενειακά ιδρύματα, οι Ορθόδοξες εκκλησίες και τα νεκροταφεία. Στη συνέχεια, κατάφερε να στείλει μέρος των εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας φωτογραφιών στο εξωτερικό με τα σχετικά αναλυτικά στοιχεία προκειμένου να δημοσιευτούν στον διεθνή τύπο.

Συνέπεια της δράσης του αυτής, ο Καλούμενος φυλακίστηκε για αρκετό  χρονικό διάστημα και απελάθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1958 επειδή θεωρήθηκε από τις τουρκικές αρχές «εχθρός της ελληνοτουρκικής φιλίας». Μετά την απέλαση του ο Καλούμενος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εξέδωσε, το 1966, το πρώτο βιβλίο αφιερωμένο στα Σεπτεμβριανά με τίτλο  Η Σταύρωσις του Χριστιανισμού. Η Ιστορική αλήθεια των γεγονότων της 6-7 Σεπτεμβρίου  1955 εις την Κωνσταντινούπολιν,  που αποτελεί πολύτιμο φωτογραφικό ντοκουμέντο των βιαιοπραγιών. Το 2015, δηλαδή 60 χρόνια μετά τα Σεπτεμβριανά, εκδόθηκε, για πρώτη φορά στην Τουρκία, με τη μεσολάβηση και συνδρομή του πατριαρχικού φωτογράφου και δημοσιογράφου Νικόλαου Μαγγίνα, ειδικό λεύκωμα με τις φωτογραφίες του Καλούμενου (έκδοση του ομογενειακού τυπογραφείου της Πόλης «Ιστός»).

Ο επιφανής ελληνοαμερικάνος ιστορικός Σπύρος Βρυώνης, ο οποίος έφερε στο φως της δημοσιότητας λεπτομερή στοιχεία και τεκμήρια της καταστροφής των Σεπτεμβριανών στο μνημειώδης έργο –magnum opus- των 650 σελίδων (η ελληνική έκδοση φέρει τον τίτλο Ο μηχανισμός της καταστροφής: Το τουρκικό Πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 και ο Αφανισμός της Ελληνικής Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, 2007), αναφέρεται εκτενώς στον Καλούμενο και στο μοναδικό φωτογραφικό του αρχείο.

Αξιόλογο ιστορικό τεκμήριο συνιστά η υπηρεσιακή έκθεση για τα Σεπτεμβριανά του πρύτανη της ελληνικής διπλωματίας  Βύρωνος Θεοδωρόπουλου, ο οποίος υπηρετούσε ως Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη τη δύσκολη εκείνη εποχή στα μέσα της δεκαετίας του 1950 (η έκθεση παρουσιάζεται στο κατατοπιστικό βιβλίο με τίτλο Πενήντα Χρόνια από τα Σεπτεμβριανά. Κωνσταντινούπολη. Πριν, Τότε, Μετά (2005), που επιμελήθηκαν η  Ειρήνη και Καίτη Σαρίογλου),  ενώ ορόσημο στη μελέτη των γεγονότων θεωρείται η έκθεση το Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή διακεκριμένου νομικού και ειδήμονα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού Χριστόφορου Χρηστίδη που εκδόθηκε με τον τίτλο Σεπτεμβριανά το 2000 από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, όπου φυλάσσεται το πολύτιμό του αρχείο.

62 χρόνια μετά τα εφιαλτικά γεγονότα και παρά τις φιλότιμες και αξιέπαινες προσπάθειες των προοδευτικών και δημοκρατικών Τούρκων επιστημόνων και μελετητών, η κυρίαρχη άποψη στην Τουρκία παρουσιάζει τα  Σεπτεμβριανά ως μια ανεπιθύμητη και λυπηρή αλλά συνάμα αυθόρμητη συναισθηματική αντίδραση του τουρκικού όχλου έναντι των εξελίξεων στο Κυπριακό.  Δύο αδημοσίευτες και εξαιρετικά κατατοπίστηκες εκθέσεις που απεστάλησαν από το Γενικό Προξενείο Κωνσταντινουπόλεως προς το Υπουργείο Εξωτερικών και την πρεσβείας στην Άγκυρα τις μέρες εκείνες του Μορφωτικού Συμβούλου Ι. Ιβράκη και του διευθυντή του Γραφείου Τύπου Τ. Ναούμ δίνουν μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα. Κατά συνέπεια, προτίθεμαι να παρουσιάσω  τις εν λόγω εκθέσεις στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος μου στα Σεπτεμβριανά την επόμενη βδομάδα.  Στελέχη του Γενικού Προξενείου Κωνσταντινούπολης, οι Κωνσταντινουπολίτες Ιβράκης και Ναούμ είχαν ελληνική υπηκοότητα και αποτελούσαν  επιτόπιο προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως άλλωστε και ο νομικός σύμβουλος Νικόλαος Δάμτσας και ο Μενέλαος Αναγνωστόπουλος  (γνωστός ευρύτερα με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Αλέξανδρος Μπάρας). Οι διακεκριμένοι αυτοί ομογενείς διατέλεσαν επί δεκαετίες πολύτιμοι συνεργάτες των εκεί Γενικών μας Προξένων  και διακρίνονταν για την άρτια κατάρτιση, βαθιά εξειδίκευση και μακρόχρονη εμπειρία στα ζητήματα της μειονότητας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Σημ. Η εικόνα και οι υπογραμμίσεις ανήκουν στον επιμελητή του κειμένου της ιστοσελίδας.

Print Friendly, PDF & Email
Φοιτητική Εστία Πανεπιστημίου Αθηνών, ΦΕΠΑ