21 Ιουλίου , 2017

Το βυζαντινό παρελθόν της Κωνσταντινούπολης: Οδοιπορικό στα περίφημα Πριγκιπόννησα και στα ελληνορθόδοξα μοναστήρια

 Αλέξης Αλεξανδρής

ΕΣΤΙΑζω , 5 (8 Ιουλίου2017) 90 – 94

 

Είναι άξιον απορίας το πώς κάθε Έλληνας που επισκέπτεται τη σημερινή Κωνσταντινούπολη, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου με τουλάχιστον 20 εκατομμύρια σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμανικό πληθυσμό,  βιώνει μια μοναδική εμπειρία σύνδεσης και αναζωογόνησης της ελληνορθόδοξης ψυχής και της βυζαντινο-ρωμαίικης ιστορικής του καταβολής.  Το πλέον παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι μέσα σε ένα βαθιά τούρκικο και ισλαμικό περιβάλλον, ο έλληνας επισκέπτης ζει μια συγκλονιστική εθνική συγκίνηση καθώς περνά από μια διαδικασία βιωματικής ανάτασης, αν όχι περαιτέρω ενίσχυσης της εθνοθρησκευτικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Και αυτό επειδή μέσα σε ένα περιβάλλον άναρχης δόμησης και οικοδομικού οργασμού με την ανέγερση μοντέρνων  ουρανοξυστών,  η Κωνσταντινούπολη διατηρεί ακόμη και σήμερα έντονα στοιχεία  από το βυζαντινό και μετα-βυζαντινό παρελθόν της. Μπορεί πλέον να έχει εξαφανιστεί το χριστιανικό στοιχείο που αποτελούσε το 1919 – 1922 σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της πόλης που τότε μόλις ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο, αλλά μια βόλτα σήμερα στις συνοικίες όπου κατοικούσαν οι Έλληνες φέρνουν στη μνήμη περιόδους κατά τις οποίες η ρωμαίικη παρουσία δεν ήταν απλώς έντονη αλλά και κυρίαρχη. Το Πέρα, τα Ταταύλα, το Φανάρι, ο Γαλατάς, η Χαλκηδόνα, τα παραθαλάσσια χωριά του Βοσπόρου, τα Πριγκηπόννησα,  διατηρούν τις Ορθόδοξες εκκλησιές, τα αγιάσματα, τα κοιμητήρια, τα ελληνικά σχολεία, τα νοσοκομεία,  και τους μορφωτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους.

Μεταξύ αυτών των προαστίων της Κωνσταντινούπολης, η συστάδα των εννέα νησιών της Προποντίδας, τα περίφημα Πριγκηπόννησα, που απέχουν λίγα μόλις μίλια από την Πόλη, κατέχουν μια ειδική μακραίωνη σχέση με τον ελληνισμό και της Ορθοδοξία. Πευκόφυτα και ειδυλλιακά,  τα τέσσερα μεγαλύτερα ήτοι η Πρίγκηπος/Büyükada, η Χάλκη/Heybeliada, η Αντιγόνη/Burgazada και η Πρώτη/Kınalıada, είχαν πάντα μόνιμο ρωμαίικο πληθυσμό, ως επί το πλείστον ψαράδες, ενώ  κατακλύζονταν τα καλοκαίρια από παραθεριστές και επισκέπτες. Τα υπόλοιπα πέντε νησιά του συμπλέγματος είναι ξερονήσια και μόνο η Αντιρόβυθος/Şedefada φιλοξενεί εποχιακούς παραθεριστές αποκλειστικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι Τούρκοι αποκαλούν τα νησιά αυτά Kızıladalar δηλαδή ερυθρονήσια από τους ερυθρόχρωμους βράχους που αποτελούν σημείο κατατεθέν των μεγαλύτερων νησιών ακόμη και σήμερα. Στο παρελθόν όμως ήταν γνωστά στους Οθωμανούς κυρίως ως papazadaları/παπαδονήσια εξαιτίας των μοναστηριών και των σκητών που δέσποζαν στις κορυφές και στις βουνοπλαγιές τους.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα όταν η αριστοκρατική κοινωνία της Πόλης άρχισε να οικοδομεί πολυτελέστατες θερινές κατοικίες, τα Πριγκηπόννησα κατοικούνταν αποκλειστικά από έλληνες οι οποίοι απολάμβαναν ένα ιδιόμορφο τοπικό σύστημα αυτοδιοίκησης με αιρετούς δημογέροντες και εφοροεπιτρόπους των εκκλησιαστικών κοινοτήτων τους. Υπήρχε επίσης μια άλλη αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα. Ήταν η μόνη περιοχή της Κωνσταντινούπολης όπου επετρέπετο η τέλεση δημόσιων θρησκευτικών εκδηλώσεων και οι καμπανοκρουσίες, καθώς  μέχρι το μεταρρυθμιστικό διάταγμα τανζιμάτ του 1856 απαγορεύονταν οι καμπάνες στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες. Το σύνολο των ελληνορθόδοξων μονών της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν στα Πριγκηπόννησα, με μόνες  εξαιρέσεις τη μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο Βαλουκλή που βρίσκεται εκτός των βυζαντινών τειχών της Πόλης, ενώ το μετόχι της  Ιεράς Μονής Σινά, τιμώμενο ἐπ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, βρίσκεται στην περιοχή του Φαναρίου.

Μοναστήρια υπήρχαν σχεδόν σε κάθε ένα από τα εννέα νησιά επί Βυζαντίου που ουσιαστικά χρησίμευαν ως θλιβερός τόπος εξορίας και εκτοπισμού των εκθρονισμένων αυτοκρατόρων. Επί οθωμανικής αυτοκρατορίας,  οι Ορθόδοξες μονές συγκεντρώνονται στα τέσσερα κατοικημένα Πριγκηπόννησα στα οποία επετράπη η λειτουργία και μετά την επικράτηση του κεμαλικού εθνικιστικού καθεστώτος. Μακριά από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς που σπάνια επισκεπτόταν τα νησιά αυτά, οι μοναχοί, ασκητές και ερημίτες έβρισκαν καταφύγιο, γαλήνη και ησυχία,  ανακαινίζοντας και συντηρώντας τα παλαιά βυζαντινά μοναστήρια. Ειδικά στους δύο ορεινούς όγκους της Χάλκης λειτούργησαν και στις περισσότερες περιπτώσεις συνεχίζουν να λειτουργούν μοναστήρια, με πρώτη την Μονή της Αγίας Τριάδος στο λόφο της Ελπίδας που σύμφωνα με την παράδοση η κτήση της συνδέεται με τον Ιερό Φώτιο στις αρχές του ένατου αιώνα. Από το 1844, στο χώρο της Μονής λειτουργεί θεολογική σχολή η οποία καταστρέφεται στο μεγάλο σεισμό του 1894 αλλά στη συνέχεια ανακαινίζεται από τον μεγάλο ευεργέτη του Γένους Παυλάκη Στεφάνοβίκ Σκυλίτση και ο διάσημος  αρχιτέκτονας της ρωμιοσύνης Περικλής Φωτιάδης προχωρά στην ανέγερση του μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης σε διάστημα λιγότερο των δύο ετών. Ως γνωστό, η  Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης αναδείχθηκε σε κατ΄ εξοχήν φυτώριο ιεραρχών και θεολόγων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικότερα έως το 1971, όταν η τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε τη λειτουργία του. Σήμερα, ηγούμενος της Αγίας Τριάδος Χάλκης είναι ο λαμπρός φαναριώτης ιεράρχης και καθηγητής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  Μητροπολίτης Προύσης Ελπιδοφόρος, ο οποίος έδωσε νέα πνοή και διάσταση στην πανάρχαια αυτή μονή.

Η  Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης

Δυστυχώς, πολύ διαφορετική υπήρξε η εξέλιξη της δεύτερης σε σημασία μονής της Χάλκης, της Παναγίας Καμαριώτισσας. Ονομαστή από την εποχή της Ρωμανίας, με κτήτορα τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1423-1448),  η μονή αυτή θεωρείτο ένα από τα κυριότερα πνευματικά κέντρα της ελληνικής Ορθοδοξίας στον περίβολο της οποίας  βρίσκονται οι τάφοι δέκα πατριαρχών, φαναριωτών αρχόντων, ηγουμένων, μοναχών και καθηγητών. Ο ναΐσκος της Παναγίας Καμαριώτισσας ήταν μια από τις δύο βυζαντινές εκκλησίες που οι Οθωμανοί επέτρεψαν να παραμείνουν υπό τον έλεγχο των ρωμιών μετά την Άλωση και στον περιβάλλοντα χώρο της μονής ιδρύθηκε το 1831 το Ελληνικό Φροντιστήριο το οποίο αργότερα ονομάστηκε Ελληνοεμπορική Σχολή ή Σχολή των Ελλήνων Εμπόρων. Τα εντυπωσιακά ευρύχωρα κτίρια της Σχολής προξένησαν τον φθόνο των Τούρκων και το 1942, εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επιβολή του διαβόητου κεφαλικού φόρου βαρλίκ βεργκισί στους μη μουσουλμάνους της Τουρκίας, η Άγκυρα απαλλοτρίωσε το αχανές οικοδόμημα της Ελληνοεμπορικής Σχολής προκειμένου να στεγαστεί εκεί τουρκική ναυτική σχολή. Το ιστορικό τέμπλο, οι εικόνες, τα ιερά σκεύη ακόμη και η αργυρή επένδυση της Καμαριώτισσας μεταφέρθηκαν στη γειτονική Μονή της Αγίας Τριάδας, καθώς ύστερα από αιώνες αδιάκοπης λειτουργίας της από τους βυζαντινούς χρόνους έως το 1942, οι τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την είσοδο των Ορθοδόξων στους χώρους της μονής καθώς η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως στρατιωτική ζώνη.

Στη Χάλκη λειτουργεί μέχρι τις ημέρας μας και η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κρημνού, η οποία είναι ένα από τα τρία μετόχια του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή τελεί υπό την εποπτεία του Πατριαρχικού Επιτρόπου της Εκκλησίας Ιεροσολύμων στην Κωνσταντινούπολη Αρχιεπίσκοπου Ανθηδώνος  Νεκτάριου, και εξακολουθεί να διατηρεί την αίγλη του.

Στις παρυφές αυτών των τριών οργανωμένων μοναστικών κοινοτήτων συναθροίζονταν πολλοί ασκητές οι οποίοι συγκεντρώνονταν γύρω από χαρισματικούς πνευματικούς. Εξέχουσα φυσιογνωμία των πνευματικών συνιστούσε ο μοναχός Ευστράτιος που ήλθε στο βουνό το 1832 για να ασκητέψει μέχρι το θάνατο του ακριβώς 30 χρόνια αργότερα ανάμεσα σε πλήθος υποτακτικών, οι οποίοι και συνέχισαν την παράδοση του. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν διάφορα μοναστικά καταφύγια, ιδίως εντός της πυκνής δασικής έκτασης στο νοτιοδυτικό ορεινό όγκο της Χάλκης, όπως η  πανάρχαια σκήτη της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, με την λαϊκή ονομασία «Μακάριος» που έλαβε από υπηρετούντα σε αυτήν μοναχό. Παρά το γεγονός ότι ο ναΐσκος της Μεταμορφώσεως ήταν μικρός με πενιχρή διακόσμηση και σε απόμακρη και απομονωμένη τοποθεσία, η σκήτη μαζί με τα κελιά της καταστράφηκαν ολοσχερώς την τραγική νύκτα της 6 – 7 Σεπτεμβρίου 1955 από τουρκικό όχλο. Το μένος αυτό των τούρκων εθνικιστών κατά της ταπεινής σκήτης του Μακαρίου ίσως σχετίζεται με την ονομασία της που προκαλεί οξύτατη αντιπάθεια στους εθνικιστικούς κύκλους της Τουρκίας. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές αντιδρούν ακόμη και σήμερα στην επαναλειτουργία της σκήτης αυτής με το δασαρχείο να παρεμβαίνει κάθε φορά που επιχειρείται η αναστήλωση του ναΐσκου.

Πολύ καλύτερη τύχη είχε η γειτονική σκήτη του Αγίου Σπυρίδωνα στην τοποθεσία Αρσένιος, ονομασία που μνημονεύει τον κορυφαίο εκπρόσωπο του ασκητισμού της Χάλκης ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα βουνά του νησιού.  Ιδιαίτερα αγαπητή φυσιογνωμία με ήπιο χαρακτήρα και μειλίχια συμπεριφορά, ο ηγούμενος Αρσένιος συνδέθηκε με τις αριστοκρατικές οικογένειες της ρωμιοσύνης που παραθέριζαν στη Χάλκη όπως οι τραπεζίτες Γεώργιος Ζαρίφης και Κωνσταντίνος Ηλιάσκος, ο μεγαλογιατρός του παλατιού Σπυρίδων Μαυρογένης και ο φαναριώτης Κωστάκης Ανθόπουλος. Οι προύχοντες αυτοί επισκεπτόταν συχνά με τις οικογένειες τους τον Αρσένιο και συζητούσαν με τον πνευματικό. Όταν λοιπόν καταστράφηκε ολοσχερώς η σκήτη στο σεισμό του 1894, οι εν λόγω εθνικοί ευεργέτες ανέλαβαν την ανοικοδόμηση της σκήτης η οποία και έλαβε τη σημερινή της μορφή. Μετά την ανοικοδόμηση ο Άγιος Σπυρίδων έλαβε πλέον μοναστική μορφή και ο τελευταίος ηγούμενος της Κυπριανός Στυλιανίδης, απόφοιτος της Ιερατικής Σχολής Ζιντζίντερε της Καππαδοκίας και του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος υπηρέτησε στη μονή για 31 έτη,  απέθανε το 1964 μετά από σοβαρό τραυματισμό που υπέστη όταν Τούρκοι κλέφτες εισέβαλαν στο μοναστήρι το 1964.  Έκτοτε η μονή φυλάσσεται από φύλακα ενώ κάθε χρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης τελεί την μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα στη Χάλκη. Είχα την μοναδική εμπειρία να παραστώ με την ιδιότητα του Γενικού Προξένου στις 12 Δεκεμβρίου 2003 στην πανηγυρική λειτουργία στη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, η οποία και ήταν η πρώτη μου επίσημη συμμετοχή ως εκπρόσωπος της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη στα ομογενειακά πράγματα.

Εξίσου σημαντική είναι η μοναστική παρουσία στην Πρίγκηπο με τρείς περιώνυμες μονές, με το μοναστήρι της Θείας Μεταμορφώσεως  του Σωτήρος Χριστού, κτισμένο μέσα σε ένα απέραντο πευκοδάσος,  να είναι ιστορικά το πλουσιότερο καθώς οι κήποι και τα αμπέλια του να καλύπτουν τεράστια έκταση από την κορυφή του ομώνυμου βουνού στην ανατολική πλευρά της νήσου και τις πλαγιές μέχρι θάλασσα.  Όταν όμως κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η Πρίγκηπος μετατράπηκε στο κορυφαίο παραθεριστικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούμενη αντάξια της γαλλικής Ριβιέρας,  αυξήθηκε κατακόρυφα η ζήτηση για οικοδομήσιμα οικόπεδα με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της μοναστικής περιουσίας να πωληθεί σε ιδιώτες, συχνά με  αδιαφανείς διαδικασίες. Πάρα ταύτα η μονή δεν έχασε την αίγλη της καθώς η γειτνίαση των νέων θέρετρων της Πολίτικης αριστοκρατίας με την μονή είχε ευεργετικές συνέπειες για το μοναστήρι ο ναός της οποίας ανακαινίσθηκε το 1869 με γενναιόδωρες χορηγίες των ομογενών. Άλλωστε η μονή αυτή, η οποία σίγουρα προϋπήρχε της Αλώσεως, απέκτησε σταυροπηγιακό χαρακτήρα και φιλοξένησε αρκετούς Πατριάρχες μετά την απομάκρυνση τους από τον οικουμενικό Θρόνο. Πλούσιοι ρωμιοί και εθνικοί ευεργέτες είναι ενταφιασμένοι στο νεκροταφείο της μονής μεταξύ των οποίων ο Βασίλειος Ζαχάρωφ και ο Αλέξανδρος Ηλιάσκος. Σε κοντινή απόσταση από τη μονή αναγέρθηκε, με χρήματα της ευεργέτιδος Ελένης Γεωργίου Ζαρίφη το 1903 το Ορφανοτροφείο Πριγκήπου στο οποίο ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ παραχώρησε, με συνοδική απόφαση τη διοίκηση, διαχείριση και επικαρπία της μονής και της ακίνητης περιουσίας της με την υποχρέωση να καταβάλλεται ένα συγκεκριμένο ποσό ετησίως στην Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης. Η μονή υπέστη βανδαλισμούς κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών γεγονότων του 1955, ενώ απαγορεύεται η λειτουργία του Εθνικού Ορφανοτροφείου το 1964,  τα κτίρια του οποίου καταλήφθηκαν από το τουρκικό Δημόσιο. Μετά από ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα και αφού τον Ιούνιο του 2010 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε για την επιστροφή των κτιρίων στην ομογένεια, το τουρκικό δημόσιο προχώρησε στην εγγραφή του Ορφανοτροφείου στο όνομα του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αποτέλεσμα ο λόφος του Χριστού να ξαναβρεί τον ιστορικό ρωμαίικο χαρακτήρα του.

Σταυροπηγιακή είναι επίσης και η μονή του Αγίου Νικολάου, η οποία είναι κτισμένη σε ειδυλλιακή τοποθεσία σε κοιλάδα μεταξύ των λόφων του Αγίου Γεωργίου και εκείνο του Χριστού, ενώ μπροστά του βρίσκεται ημικυκλικός κολπίσκος. Η μονή έλαβε τη σημερινή της μορφή αμέσως μετά  από το σεισμό του 1894 όταν υπέστη ριζική ανακαίνιση με την εκ βάθρων ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου που ανέλαβε και έφερε εις πέρας ο μεγάλος ευεργέτης Παύλος Στεφάνοβικ Σκυλίτζης. Οι  χώροι της μονής χρησιμοποιήθηκαν  ως καταυλισμός ρώσων αιχμαλώτων του Κριμαϊκού πολέμου το 1855 – 1856, φιλοξενήθηκαν Λευκορώσοι φυγάδες μετά την Οκτωβριανή επανάσταση το 1917, Μικρασιάτες πρόσφυγες μετά το 1922 καθώς και τα παιδιά του Εθνικού Ορφανοτροφείου Πριγκήπου μετά το κλείσιμό του το 1964. Το μοναστηριακό συγκρότημα έπεσε σε παρακμή τα τελευταία χρόνια με ένα Συροχαλδαίο φύλακα να έχει εγκατασταθεί στο παλιό ηγουμενείο. Προσφάτως όμως με μέριμνα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου βρίσκεται σε εξέλιξη η ανακαίνιση της μονής προκειμένου να επανακτήσει την ιστορική της αίγλη.

Ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα μονή της Πριγκήπου είναι εκείνη του Αγίου Γεωργίου Κουδουνά, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είναι μια εκ των αρχαιοτέρων της Κωνσταντινούπολης κτισμένη επί Νικηφόρου Φωκά το 963μ. Χ. Η μονή ερειπώθηκε κατά την 4η Σταυροφορία το 1204 όταν καταστράφηκε ολοσχερώς για να αποκτήσει ξανά ακτινοβολία πεντέμισι αιώνες αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1750 όταν, σύμφωνα με πατριαρχικά σιγίλια, ο μοναχός Ησαΐας της έδωσε νέα πνοή και προοπτική, ως κτήτορας και ηγούμενος της. Το 1781, η μονή προσαρτήθηκε στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων, εκπρόσωποι της οποίας ήταν δύο αξιόλογοι μοναχοί:  ο σχεδόν αιωνόβιος ηγούμενος Διονύσιος Παϊκόπουλος που υπηρέτησε σχεδόν 40 χρόνια στον Κουδουνά (1895-1936) και ο διάδοχος του ηγούμενος Κλεόνικος Γεωργίου (1936-1969) ο οποίος έφθασε στην Πόλη πολύ νεαρός το 1920. Λόγω της διασύνδεσης της μονής με την Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων, οι εθνικιστικές κεμαλικές αρχές έθεσαν υπό τον έλεγχο τους σπουδαία ακίνητη περιουσία της μονής Κουδουνά το 1923, ενώ 60 χρόνια αργότερα το 1986 ξέσπασε πυρκαγιά που κατέστρεψε τα ιστορικά κελιά της μονής. Tο μοναστήρι έχει έκτοτε ανακαινισθεί.  αλλά δυστυχώς οι ατυχείς παρεμβάσεις έχουν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του και ο Κουδουνάς έχει χάσει την επιβλητικότητά του καθώς και την παραδοσιακή μορφή του. Παραμένει όμως ένας ιδιαίτερα αγαπητός προορισμός για τους χιλιάδες προσκυνητές, οι οποίοι ανηφορίζουν στον υψηλότερο λόφο της Πριγκήπου κάθε χρόνο  για να παραστούν στο μεγάλο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου και να προσκυνούν την θαυματουργή εικόνα του Αγίου.  Και δεν είναι απλώς οι χριστιανοί Ορθόδοξοι που προσεύχονται στο Αϊ Γιώργη τον θαυματουργό ζητώντας συνάμα την ευλογία των ιερέων μοναχών, αλλά κυρίως μουσουλμάνοι Τούρκοι που σπεύδουν στην μονή κατά χιλιάδες κάθε χρόνο στις 23η Απριλίου. Ας σημειωθεί ότι ο Κουδουνάς θεωρείται σήμερα το μεγαλύτερο προσκύνημα της Τουρκίας καθώς γύρω στους 30.000 προσκυνητές εκ των οποίων η μεγάλη πλειοψηφία Τούρκοι μουσουλμάνοι επισκέπτονται  ετησίως το ελληνικό μοναστήρι.

Δύο μοναστήρια έχει και η Αντιγόνη, το νησί που παραθέριζε η οικογένεια μου και όπου έζησα τις ωραιότερα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε ένα τεράστιο ξύλινο αρχοντικό της περιόδου μπελ επόκ των Πριγκηποννήσων. Σήμερα το πανέμορφο αυτό οικοδόμημα έχει αλλοιωθεί καθώς οι νέοι Τούρκοι ιδιοκτήτες του φρόντισαν να χαθεί η μοναδική εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική του μορφή. Το σπίτι αυτό βρίσκεται στον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στο χαρακτηριστικό οροπέδιο της Αντιγόνης όπου συνεχίζει να λειτουργεί το ιστορικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως της Θεοκορυφώτου στο οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες δυτικών περιηγητών κυρίως του 16ου αιώνα, πρέπει να φυλάσσονταν σημαντικά βυζαντινά χειρόγραφα. Λόγω όμως της περίοπτης τοποθεσίας του στην κορυφή της νήσου οι Οθωμανοί κατεδάφισαν το μοναστήρι της Θεοκορυφώτου το 1630 με αποτέλεσμα να αγνοείται η περαιτέρω πορεία των χειρογράφων αυτών. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότερες μονές στα Πριγκηπόννησα είχαν στην κατοχή τους βυζαντινά και μετα-βυζαντινά χειρόγραφα που όμως στη διάβα των αιώνων είτε έπεσαν θύματα στην φθορά του χρόνου είτε πωλήθηκαν σε διπλωματικούς των ξένων πρεσβειών της Κωνσταντινούπολης ή σε δυτικούς περιηγητές. Μόνο ένα μικρό μέρος εξ αυτών φυλάσσεται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1896, κτίστηκε στα θεμέλια του παλαιότερου ναού νέος ταπεινός ναϊσκος, χωρίς η μετέπειτα ιστορία του να παρουσιάσει αξιόλογη δράση.

Στα μέσα του 17ου αιώνα και μάλλον τη δεκαετία του 1630, οικοδομικό υλικό από την ερειπωμένη μονή της Θεοκορυφώτου μεταφέρθηκε σε παραθαλάσσια τοποθεσία απέναντι από τη νήσο Πρώτη για την ανέγερση νέου μοναστηρίου του Αγίου Γεώργιου του Καρύπη κυρίως από Πελοποννήσιους μετανάστες που είχαν βρει καταφύγιο στην Αντιγόνη.  Κατά τα χρόνια πριν την ελληνική επανάσταση ο Άγιος Γεώργιος του Καρύπη χρησιμοποιήθηκε ως χώρος συγκέντρωσης των μελών της Φιλικής Εταιρείας, όπως άλλωστε και σε διάφορα άλλα μοναστήρια όπως η Καμαριώτισσα και ο Άγιος Γεώργιος του Κρημνού στη Χάλκη, αφού τα απομονωμένα από την Κωνσταντινούπολη τα αμιγώς ελληνοκατοικούμενα Πριγκηπόννησα θεωρήθηκαν ότι παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια.  Μετά την επανάσταση, οι Πελοποννήσιοι μοναχοί του Καρύπη σφαγιάσθηκαν και η μονή υπέπεσε σε παρακμή, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μοναστήρια των Πριγκηποννήσων από την οποία δεν κατάφερε να ξεφύγει μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1894. Αμέσως μετά ο ευεργέτης μεγαλοεπιχειρηματίας της Πόλης Συμεωνάκης Σινιόσογλου που παραθέριζε σε έπαυλη δίπλα στη μονή προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής του Καρύπη η οποία περατώθηκε το 1897. Ξεχωρίζει η θητεία του ηγούμενου Κωνσταντίνου Παϊκόπουλου, γνωστού στην Αντιγόνη ως παπα-Κώστα, ανιψιός του Διονύσιου Παϊκόπουλου ηγούμενου του Αγίου Γεωργίου Κουδουνα της Πριγκήπου. Ο αγαπητός στους Αντιγονιώτες παπά-Κώστας υπηρέτησε στη μονή του Καρύπη από το 1928 έως το 1974, όταν οι τουρκικές αρχές τον απέλασαν «ως ανεπιθύμητο».

Τέλος, στη Πρώτη, το μικρότερο των τεσσάρων κατοικημένων νησιών της  συστάδας των Πριγκηποννήσων  που σήμερα κατοικείται από μέλη της Αρμενικής και Συροχαλδαίικης κοινότητας, λειτουργεί η μονή της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Αρχαία βυζαντινή μονή συνδεδεμένη με τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Διγενή, διένυσε μακρά περίοδο παρακμής για να ανακαινισθεί από τον μεγάλο Πατριάρχη του Γένους Ιωακείμ Γ΄. Με χορηγία του εθνικού ευεργέτη Συμεωνάκη Σινιόσογλου, η ανοικοδόμηση της μονής της Μεταμορφώσεως ολοκληρώθηκε στα τέλη του 190υ αιώνα και ο οραματιστής Πατριάρχης Ιωακείμ έσπευσε να την μετατρέψει σε γυναικείο μοναστήρι με σκοπό την εγκατάσταση και λειτουργία ενός Εθνικού Ορφανοτροφείου Θηλέων η τελετή των εγκαινίων έλαβε χώρα το 1906. Το Ορφανοτροφείο Θηλέων Σινιόσογλου λειτούργησε στη Μονή της Μεταμορφώσεως μέχρι το 1927 αν και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ανακωχή είχαν βρει εκεί, για ένα χρονικό διάστημα, στέγη ομάδα Λευκορώσων προσφύγων. Κατά την πατριαρχεία του Αθηναγόρα (1949 – 1972) η μονή Μεταμορφώσεως Χριστού λειτούργησε ως θερινή στέγη εργαζομένου κοριτσιού και παιδούπολη, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης της έδωσε νέα ώθηση εκσυγχρονίζοντας το καλοκαιρινό πρόγραμμα φιλοξενείας των παιδιών της ομογένειας στη νήσο Πρώτη.

Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι η πορεία των μονών επιβεβαιώνει ότι τα Πριγκηπόννησα διατήρησαν για αιώνες ακέραια την ελληνορθόδοξη φυσιογνωμία τους.  Όπως παρατηρεί ο πρέσβυς των ΗΠΑ Samuel Cox, σε έργο για τα Πριγκηπόννησα που εξέδωσε στην Αμερική το 1887, τα νησιά αυτά παρά το  ότι βρίσκονται υπό οθωμανικής κυριαρχίας «παραμένουν πάντα νησιά της Ελλάδος», ενώ υπογραμμίζει πόσο έμεινε εντυπωσιασμένος από «τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, κτισμένα σε ειδυλλιακές τοποθεσίες, τα οποία δεσπόζουν στις κορυφές των βουνών των νησιών αυτών».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση αυτή ενοχλούσε ιδιαίτερα την κεμαλική εθνικιστική Τουρκία. Η κυπριακή κρίση του 1964 – 1974 έδωσε την ευκαιρία στην Άγκυρα να επιβάλει περαιτέρω έλεγχο και να θέσει περιορισμούς στην δραστηριότητα των μονών στα Πριγκηπόννησα.  Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής έκλεισε το Εθνικό Ορφανοτροφείο Πριγκήπου το 1964 και απαγόρευσε τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971. Ωστόσο ίσως είναι λιγότερο γνωστό ότι την περίοδο εκείνη  οι τουρκικές αρχές αφαίρεσαν αυθαιρέτως από τις μονές των Πριγκηποννήσων τον μειονοτικό βακουφικό χαρακτήρα τους,  δηλαδή  το δικαίωμα τους να διαχειρίζονται και να ελέγχουν την μοναστηριακή τους περιουσία,  που προβλέπει το Άρθρο 40 της Συνθήκης της Λωζάννης. Ως αποτέλεσμα, υπήχθησαν στην ειδική κατηγορία των «κατειλημμένων» (mazbut) ευαγών ιδρυμάτων με την επίκληση της αρχής res derelictae, δηλαδή της μη εκπλήρωσης πλέον του σκοπού για τον οποίο ιδρύθηκαν. Το πρόσχημα αυτό ήταν σαφώς σαθρό, καθώς στη δεκαετία του 1960 οι Έλληνες της Πόλης αριθμούσαν άνω  των 60.000  και τα μοναστήρια της ρωμιοσύνης έσφυζαν  από ζωή, μια παράδοση που συνεχίζει μέχρι της μέρες μας. Αγνοώντας την πραγματικότητα αυτή, η Άγκυρα τοποθέτησε σε κάθε ένα από τα μοναστήρια εποπτεύοντα Τούρκο «επίτροπο» (kayyum) με δικαιοδοσία να διαχειρίζεται κατά το δοκούν την ακίνητη περιουσία των μονών των οποίων τα ακίνητα, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι, ακόμη και σήμερα, πολυάριθμα. Αντιμέτωπο με την κατάσταση αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν τα περισσότερα ελληνορθόδοξα μοναστήρια,  προσέφυγε στην τουρκική Δικαιοσύνη για την επιστροφή τους. Οι δίκες αυτές συνεχίζονται και καθώς ήδη εξαντλούνται τα εσωτερικά ένδικα μέσα η υπόθεση των μονών θα μεταφερθεί σύντομα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Έντονη είναι η ελπίδα στους κόλπους του Φαναρίου και της ρωμιοσύνης ότι έχει ξεκινήσει πλέον  η αντίστροφη μέτρηση για την  αποκατάσταση μιας μακρόχρονης και κατάφωρης αδικίας.

 

Print Friendly, PDF & Email
Φοιτητική Εστία Πανεπιστημίου Αθηνών, ΦΕΠΑ