15 Οκτωβρίου , 2017

Νέα Τουρκία: Θρησκεία – Εθνικισμός – Συντηρητισμός μέσω της Παιδείας, Του πρέσβη επί τιμή κ. Αλέξη Αλεξανδρή

ΕΣΤΙΑ

Ημερησία εφημερίς

07 –  08 Οκτωβρίου 2017

ΕΔΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ

Στο εξαιρετικό βιβλίο του για την ερντογανική νέα Τουρκία, ο Τούρκος διανοούμενος, οικονομολόγος και πολιτικός αναλυτής Αχμέτ Ινσέλ υποστηρίζει ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προχωρά σταθερά στην οικοδόμηση ενός κράτους-κόμματος που επιβάλλει στην κοινωνία ένα ιδιότυπο συντηρητικό και αυταρχικό εθνοθρησκευτικό εθνικισμό (ελλ. μετάφραση  «Η Νέα Τουρκία του Ερντογάν: Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική εκτροπή», εκδόσεις Διάμετρος, 2017). Άλλωστε η αλλαγή στις δομές και στον ιδεολογικό και πολιτισμικό προσανατολισμό που επιβάλλει σταθερά και αποφασιστικά ο Τούρκος ηγέτης συνιστά ένα από τα πολυσυζητημένα θέματα της διεθνούς ειδησιογραφίας την τελευταία 15ετία, ενώ αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, μελέτης και λεπτομερών αναλύσεων στους πανεπιστημιακούς κύκλους εκτός Τουρκίας.

Τα ερωτήματα όμως παραμένουν. Ποιες είναι οι βαθύτερες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του μετασχηματισμού της Τουρκίας από ένα δυτικοστραφές κοσμικό και εθνικιστικό κεμαλικό Κράτος σε ένα συντηρητικό, θρησκευτικό προσωποπαγές καθεστώς; Που θα οδηγήσει την Τουρκία η νέα τουρκική θρησκευτικό-πολιτισμική ταυτότητα που εισήγαγε ο Ερντογάν η οποία ενσαρκώνει τα εξής στοιχεία:  (α) αφοσίωση στο σουνιτικό Ισλάμ, (β) προσπάθεια ανάκτησης της οθωμανικής αίγλης του παρελθόντος, (γ) οικειοποίηση του τουρκικού εθνικισμού και (δ) ανάπτυξη μιας καταγγελτικής ρητορικής προς την χριστιανική Δύση;

Η εγκαθίδρυση μιας ισλαμοκεντρικής Τουρκίας που θα στηρίζεται από τη πλατιά βάση του θρησκευόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού της χώρας αποτελεί το όραμα του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Γνωρίζει ωστόσο τις δυσκολίες εφαρμογής ενός τόσο φιλόδοξου σχεδίου που σε πρώτη φάση χρειάζεται βάθος χρόνου.  Αν και το Κόμμα της Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) δεν έχει ηττηθεί στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις από τον Νοέμβριο του 2002, ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των δημοκρατικών εκλογών είναι η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και ότι η εκλογική διαδικασία  μπορεί να κρύβει εκπλήξεις. Άλλωστε οι διεργασίες και οι πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις είναι εξαιρετικά έντονες στην σημερινή τουρκική κοινωνία η οποία χαρακτηρίζεται από έναν έντονο διχασμό, φανατισμό και πόλωση, γεγονός που επαληθεύτηκε περίτρανα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την συνταγματική αναθεώρηση του Απριλίου 2016 όταν μόνο 51 τοις εκατό των ψηφοφόρων υποστήριξε τις ερντογανικές πολιτικές επιλογές. Οι υποστηρικτές της κοσμικής εξουσίας  -είτε αυτοί είναι παραδοσιακοί κεμαλικοί είτε είναι αριστεροί-φιλελεύθεροι, ή αλεβίτες (υπολογίζονται σε 10 εκατομμύρια ενώ άλλοι τους ανεβάζουν μέχρι και τα 20 εκατομμύρια) ή και κούρδοι (αποτελούν 15 με 20 τοις εκατό του πληθυσμού της Τουρκίας) συνιστούν την μεγάλη μάζα των αντιπάλων του Ερντογάν. Αντιδρά επίσης στις μεθόδους Ερντογάν και μερίδα του θρησκευόμενου ισλαμικού τμήματος της κοινωνίας που δεν περιορίζεται στους εναπομείναντες οπαδούς του Φετουλλάχ Γκιουλέν.  Παρά την οξεία αντίδραση στο όραμα του Ερντογάν και ιδίως στις μεθόδους με τις οποίες προσπαθεί να το επιβάλει, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, είναι παντελώς ανίκανες να συσπειρωθούν και να δράσουν από κοινού.

Υπό τις συνθήκες αυτές και για να εδραιώσει την παραμονή του στην εξουσία, ο Ερντογάν υποχρεώνεται να γίνει όλο και πιο αυταρχικός στην άσκηση της εξουσίας, ιδίως μετά από το «θείο δώρο» (κατά δική του διατύπωση !) του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016.  Έκτοτε, ισχύει η Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και η Τουρκία διοικείται με «προεδρικά διατάγματα». Πολιτικοί αντίπαλοι και αντιφρονούντες συλλαμβάνονται με την κατηγορία «τρομοκρατικής δράσης» (περίπου 50.000), δημόσιοι υπάλληλοι, δικαστικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, διπλωμάτες απολύονται (περίπου 150 χιλιάδες), οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας ενισχύονται όπως και εκείνες της εθνικής Μυστικής Υπηρεσίας.  Αποδομείται κομμάτι-κομμάτι το κοσμικό κράτος που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930.  Το συντηρητικό Ισλάμ διεισδύει όχι μόνο στην πολιτική αλλά στο στράτευμα, στην αστυνομία, στη δικαστική εξουσία, στην εκπαίδευση και στην οικονομία.

Αλλά η σημαντικότερη επένδυση για την «μονιμοποίηση» του καθεστώτος γίνεται στον χώρο της παιδείας όπου σταδιακά επιβάλλεται ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει βάρος στις ισλαμικές αρχές, στη θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Ενώ οι ώρες διδασκαλίας της φιλοσοφίας και των τεχνών μειώνονται οι αντίστοιχες των θρησκευτικών μαθημάτων  αυξάνονται. Οι σχεδόν 18 εκατομμύρια μαθητές των τουρκικών σχολείων δεν θα διδαχθούν εφέτος την θεωρία  της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, που καταργήθηκε πρόσφατα από τη διδακτέα ύλη, αλλά θα κληθούν να παρακολουθήσουν πρόγραμμα σπουδών θρησκευτικού περιεχομένου στο οποίο περιλαμβάνεται και η έννοια της τζιχάντ ως ισλαμική αξία.

Αιχμή του δόρατος της εκπαιδευτικής αυτής πολιτικής συνιστούν  τα θρησκευτικά σχολεία Ιμάμ Χατίπ, που στην ουσία είναι ιεροδιδασκαλεία με κύριο αντικείμενο την εκπαίδευση των θρησκευτικών λειτουργών, αν και με πρόσφατο νομοθετικό διάταγμα οι απόφοιτοι των θρησκευτικών αυτών εκπαιδευτηρίων θα μπορούν να εισέρχονται και στις στρατιωτικές σχολές.  Άλλωστε, ο Ερντογάν είναι απόφοιτος του συστήματος Ιμάμ Χατίπ και ευνοεί την μετατροπή δημοσίων σχολείων σε Ιμάμ Χατίπ, με αποτέλεσμα ο αριθμός να διογκωθεί από 500 το 2003 σε 3.500  το 2017 και των σπουδαστών από 60.000 σε 1.500.000.  Το αμφιλεγόμενο ευαγές ίδρυμα (βακούφι) Ensar διαχειρίζεται σήμερα μεγάλο μέρος του πλέγματος των σχολών Ιμάμ Χατίπ.  Στα σχολεία αυτά διδάσκονται, μεταξύ άλλων, μαθήματα για την ζωή του Προφήτη Μωάμεθ, το Κοράνι, οθωμανική καλλιγραφία και η αραβική γλώσσα. Πέραν της θρησκευτικής εκπαίδευσης, το Ίδρυμα Ensar παρέχει διαμονή σε εστίες σε μαθητές σε όλη την Τουρκία στα πρότυπα του κινήματος  Γκιουλέν. Ήδη μεγάλο μέρος των κοιτώνων που λειτουργούσε το κίνημα Φετουλλάχ Γκιουλέν έχουν μεταφερθεί στη δικαιοδοσία του Ensar.

Σαν μια παρένθεση στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η συνεχιζόμενη απαγόρευση λειτουργίας της Θεολογική Σχολή Χάλκης αποδεικνύει ότι οι θρησκευτικές ευαισθησίες των κρατούντων περιορίζονται στο μουσουλμανικό στοιχείο και αδιαφορούν για τo γεγονός ότι το Κράτος παρεμποδίζει την πρόσβαση των μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας στην θρησκευτική παιδεία και εκπαίδευση των κληρικών.

Αυτό που ενδιαφέρει τον Ερντογάν είναι η ανατροφή μιας τουρκομουσουλμανικής νεολαίας με βαθιές ισλαμικές πεποιθήσεις και προσήλωση στην αίγλη του οθωμανικού παρελθόντος, η οποία θα αποτελέσει τη «νέα ευσεβή γενιά» των θρησκευόμενων Τούρκων. Έτσι, η ηγεσία του ΑΚΡ θέτει στόχους για την οικοδόμηση της Τουρκίας με πρώτο στόχο το 2023 (100η  επέτειος από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης), μετά το 2053 (επέτειος των 600 χρόνων από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) και τελικά 2071 που σηματοδοτεί τα 1.000 χρόνια από την μάχη του Ματζικέρτ, (όταν οι Σελτζούκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς, διεισδύοντας στην Ανατολία).

Ως χαρισματικός και αποφασιστικός ηγέτης, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να εντάξει στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό προσκήνιο της χώρας τα παιδιά της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης της περιόδου 1950 – 1980 που έστειλε στα μεγάλα αστικά κέντρα εκατομμύρια ανατολιτών αγροτών της ενδοχώρας, οι οποίοι μέχρι την άνοδο του ΑΚΡ θεωρούντο δευτέρας κατηγορίας πολίτες. Εξίσου σημαντική επιτυχία του υπήρξε η καθόλα περιθωριοποίηση της πάλαι ποτέ παντοδύναμης τάξης των «λευκών Τούρκων». Η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που η επαναφορά του πολιτειακού μοντέλου του κοσμικού Κράτους, των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων και του αποκλεισμού της θρησκείας από τον δημόσιο βίο δύναται να επιτευχθεί μόνο με μια επανάσταση παρόμοια με εκείνη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ της δεκαετίας του 1920. Επειδή δε οι περιθωριοποιημένοι πλέον υποστηρικτές του παλιού κεμαλικού καθεστώτος γνωρίζουν ότι η ισλαμοποίηση της Τουρκίας έχει εγκαθιδρυθεί ανεπιστρεπτί εγκαταλείπουν σταδιακά την χώρα μεταναστεύοντας στην Ευρώπη και Αμερική.

 

Το μεταναστευτικό αυτό κύμα δεν φαίνεται να προβληματίζει την άρχουσα ισλαμική τάξη (όπως δεν ενοχλούσε την κεμαλική ηγεσία όταν εγκατέλειπαν τη χώρα τα μέλη της ελληνικής μειονότητας την περίοδο 1955-1975 !). Οι ερντογανικοί σήμερα νέμονται τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη της εξουσίας, που στηρίζεται σε ένα προσωποπαγές καθεστώς. Ωστόσο ήδη εμφανίζονται εθνικιστικές και φιλοϊσλαμικές πολιτικές δυνάμεις που εν δυνάμει, μελλοντικά, μπορούν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του Ερντογάν (όπως αυτές που προέρχονται από τη διάσπαση του εθνικιστικού ΜΗΡ).

 

Εν πάση περιπτώσει, μεγάλο μέρος της γενιάς που θα διεκδικήσει την εξουσία στην Τουρκία θα προέρχεται από τις τάξεις εκείνων που έχουν γαλουχηθεί από το ερντογανικό σύστημα με βαθιά ριζωμένη μέσα τους την προσήλωση στις αρχές θρησκεία – εθνικισμός – συντηρητισμός. Η νέα γενιά των «ευσεβών μουσουλμάνων» των σχολών Ιμάμ Χατίπ είναι δημιούργημά του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και  νομοτελειακά φαίνεται να αποτελούν τους φυσικούς διαδόχους του.

Σημ.: Η εικόνα και οι υπογραμμίσεις ανήκουν στον επιμελητή του κειμένου της ιστοσελίδας.

 

 

 

 

 

 

 

Print Friendly, PDF & Email
Φοιτητική Εστία Πανεπιστημίου Αθηνών, ΦΕΠΑ